Τό θεολογικό ἔργο τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἀνωτάτη Ἐκκλησιαστική Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, 10 Δεκεμβρίου 2025

Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος προσκλήθηκε ἀπό τήν Ἀνωτάτη Ἐκκλησιαστική Ἀκαδημία Ἀθηνῶν νά δώση διάλεξη στόν «Ἐπιμορφωτικό κύκλο», τήν 10η Δεκεμβρίου 2025, μέ θέμα «Τό θεολογικό ἔργο τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη». Παρόντες στήν διάλεξη ἦταν ὁ Πρόεδρος τῆς Σχολῆς κ. Ἀθανάσιος Καψάλης, οἱ καθηγητές τῆς Σχολῆς καί οἱ φοιτητές. Ὁ Σεβασμιώτατος διάρθρωσε τήν διάλεξή του σέ τέσσερεις ἑνότητες. Στήν πρώτη ἑνότητα μίλησε γιά τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς προσωπικότητας τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, ἀπό τήν γέννησή του μέχρι τήν κοίμησή του, καί τό ὅτι σπούδασε στά μεγάλα ἐρευνητικά κέντρα τῆς Ἀμερικῆς καί τῆς Εὐρώπης. Στήν δεύτερη ἑνότητα ἀναφέρθηκε στά κεντρικά σημεῖα τοῦ ἐρευνητικοῦ, θεολογικοῦ καί ἱστορικοῦ ἔργου του, ἀφοῦ ἡ θεολογία συνδέεται μέ τήν ἱστορία καί ὄχι μέ τόν μεταφυσικό κόσμο. Στήν τρίτη ἑνότητα τόνισε τήν σχέση τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη μέ τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, ἀφοῦ ἦταν ὁ καλύτερος καί ὀξυνούστερος μαθητής του, πράγμα πού παραθεωρεῖται ἀπό πολλούς. Καί στήν τέταρτη ἑνότητα ἀναφέρθηκε στό ὅτι στηριζόταν στήν θεολογία τῶν θεοπνεύστων ἁγίων πού εἶχαν τό χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων, διότι γνώρισαν ἐκ πείρας ὅτι δέν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότητα μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ καί ὅτι ἡ ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου παραμένει μυστήριο καί ἀπερίγραπτο, ἀλλά σώζει τόν ἄνθρωπο. Κατέληξε ὅτι ἡ θεολογική προσφορά τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη εἶναι μεγάλη, διότι μᾶς ἔδωσε τά «ἑρμηνευτικά κλειδιά» τῆς θεολογίας τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων. Ἔτσι, συνέδεσε τό lex credendi (πίστη τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων) μέ τό lex orandi (λατρεία-προσευχή) καί τό lex vivendi (κάθαρση, φωτισμός, θέωση).

Εὐχαριστῶ γιά τήν πρόσκληση. Ἄν καί ὁ χρόνος μου εἶναι περιορισμένος δέν μποροῦσα νά μή ἀνταποκριθῶ στήν πρόσκληση γιά πολλούς λόγους. Οἱ κυριότεροι εἶναι οἱ ἑξῆς:

Πρῶτον. Γνώριζα τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη ἀπό πολύ παλιά, πρῶτα ἀπό τά κείμενά του, ὕστερα (ἀπό τό 1988) προσωπικά στήν Ἀθήνα, κατόπιν ἀπό τήν ἔνταξή του στό Κληρικολόγιο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μου, καί βεβαίως μέ τήν συνεχῆ ἔρευνα στό ἔργο του καί τήν διδασκαλία του καί ἔκδοση διαφόρων βιβλίων γι’ αὐτόν, καί θέλω νά ὁμιλῶ γι’ αὐτόν.

Δεύτερον. Ἦταν ἕνας πολυτάλαντος ἄνθρωπος καί θεολόγος καί ἐρευνητής, μέ τήν παραγωγή σπουδαίου πρωτότυπου ἐρευνητικοῦ ἔργου, κατά τήν γνώμη μου ὁ καλύτερος Δογματικός θεολόγος τῶν τελευταίων ἐτῶν.

Τρίτον. Παραγνωρίζεται, δυστυχῶς, τό ἔργο του, περιθωριοποιεῖται, πολλοί ἀναφέρονται σέ αὐτόν ἐπιλεκτικά ἤ κριτικά, βεβαίως ὑπάρχουν φωτεινές ἐξαιρέσεις ὅπως οἱ καθηγητές π. Γεώργιος Μεταλληνός, κ. Βασίλειος Τσίγκος, κ. Γεώργιος Παναγόπουλος κ. ἄ.

Ἔτσι, μετά τήν Ἀνωτάτη Ἐκκλησιαστική Ἀκαδημία Βελλᾶς, εἶστε τό Ἀνώτατο Ἵδρυμα πού ἀφιερώνει ὁμιλία γιά τό ἔργο του καί τήν διδασκαλία του. Αὐτή ἡ νοοτροπία τό νά ἀπαξιώνη κανείς ἕναν ἐπιστήμονα ἐπειδή δέν συμφωνεῖ μαζί του σέ διάφορα θέματα εἶναι ἀντιεπιστημονική.

Σέ βιβλία μου ἀνέλυσα διεξοδικά τήν προσωπικότητά του, τό ἔργο του, καί τήν προσφορά του στήν θεολογία. Ἐδῶ θά τονιστοῦν μερικά.

 

1. Μερικά γνωρίσματα τῆς προσωπικότητός του 

Γεννήθηκε καί μεγάλωσε σέ ἕνα καππαδοκικό περιβάλλον, πού ζοῦσε στό μεγαλύτερο κέντρο τῆς Ἀμερικῆς, στό Μανχάταν τῆς Νέας Ὑόρκης.

Ὁ πατέρας του ἀνῆκε στόν δημοκρατικό χῶρο, ἡ μητέρα του ἦταν ἀσκήτρια, μέ κομποσχοίνι, προσευχή, μετάνοιες, καί τελείωσε τήν ζωή της ὡς μοναχή στήν Σουρωτή. Ἔβλεπε ἀγγέλους καί ἁγίους καί τήν ἐκτιμοῦσε ὁ ἅγιος Παΐσιος.

Μελέτησε τόν Θωμᾶ τόν Ἀκινάτη στό Παπικό Γυμνάσιο ἀπό καθηγητή του Ἰησουίτη θεολόγο καί ἀντέδρασε.

Συνέχισε τίς σπουδές του στό Holly Cross στήν Βοστώνη, μελετώντας σχολαστική καί προτεσταντική θεολογία, ἀφοῦ τότε ἡ Σχολή εἶχε ἐπηρεασθῆ ἀπό τίς δύο αὐτές παραδόσεις. Τελείωσε τήν Θεολογική Σχολή στό Πανεπιστήμιο Γέηλ, μαθαίνοντας τήν ἱστορικοφιλολογική μέθοδο ἐρεύνης τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Γνώρισε τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι καί μυήθηκε στήν ὀρθόδοξη πατερική θεολογία. Ἦταν ὁ καλύτερος μαθητής τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι.

Μετέφερε τήν ἱστορικοφιλολογική μέθοδο ἑρμηνείας πού διδάχθηκε στό Γέηλ στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική ἱστορία καί ἔτσι διέκρινε ὅτι μεταξύ τῶν Προτεσταντῶν πού διαβάζουν τήν Καινή Διαθήκη καί τοῦ Σχολαστικισμοῦ ὑπάρχει μιά ζωντανή παράδοση ἀπό τούς Ἀποστόλους, τούς Ἀποστολικούς Πατέρας καί τούς Πατέρας ἀπό τόν 4ο αἰώνα ἕως τόν 14ο αἰώνα.

Ἔτσι διέκρινε τήν διαφορά μεταξύ Σχολαστικισμοῦ-Προτεσταντισμοῦ καί ἐμπειρικῶν Πατέρων. Μιλοῦσε γιά ἑρμηνευτικά κλειδιά τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας.

Πῆγε στό Θεολογικό Ἰνστιτοῦτο στό Παρίσι, ὅπου γνώρισε τήν Ρωσική θεολογία ἡ ὁποία εἶχε ἐπηρεαστῆ ἀπό τόν Γερμανικό ἰδεαλισμό καί ἀπό τήν δυτική θεολογίαφιλοσοφία (Σχολαστικισμό-Προτεσταντισμό).

Ἦλθε στήν Ἑλλάδα γιά τήν ἐκπόνηση τοῦ διδακτορικοῦ του, ὅπου ἀπογοητεύθηκε γιατί εἶδε τόν δυτικό ἐπηρεασμό ἀπό τά δυτικά φιλοσοφικά «θεολογικά» ρεύματα.

Συνέχισε τήν ἔρευνά του στήν Ἀμερική, στό Χάρβαρντ, κάτω ἀπό τήν καθοδήγηση τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι. Μελέτησε κυρίως τήν διαφορά μεταξύ τῶν Πατέρων τῶν πρώτων αἰώνων καί τῶν φιλοσοφούντων θεολόγων, πού χρησιμοποιοῦσαν τήν Ἀριστοτελική φιλοσοφία. Ἔτσι, ἐρεύνησε αὐτήν τήν διαφορά στά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων μέχρι τήν Θ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, καθώς καί τήν διαφορά μεταξύ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ καί Βαρλαάμ.

Μιά μικρή περίληψη τοῦ ἐρευνητικοῦ του ἔργου εἶναι ἡ ἐκπληκτική του ὁμιλία μέ τίτλο «Κριτικός ἔλεγχος τῶν ἐφαρμογῶν τῆς θεολογίας».

Ἐξελέγη Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης, δίδαξε ὡς Καθηγητής στήν Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή «Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός», στόν Βόρειο Λίβανο Λίβανο, ἦταν ἱδρυτής της ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 1970, ἔδωσε πολλές διαλέξεις ἐντός καί ἐκτός τῆς Ἑλλάδος, συμμετεῖχε στούς διαλόγους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ ἑτεροδόξους καί ἀλλοθρήσκους κ.ἄ.

Κοιμήθηκε στήν Ἀθήνα τήν 1η Νοεμβρίου 2001.

 

2. Τά κεντρικά σημεῖα τοῦ Θεολογικοῦ του ἔργου 

Θά μποροῦσα νά ἀναφέρω πολλά σημεῖα ὡς βασικά, θά περιορισθῶ σέ δύο σημεῖα, ἤτοι τό θεολογικό καί τό ἱστορικό.

α) Τό θεολογικό του ἔργο διακρίνεται στά δύο ἄκρα καί τό ἐνδιάμεσο. Ὅταν ὁμιλῶ γιά δύο ἄκρα ἐννοῶ τά σχετικά μέ τό προπατορικό ἁμάρτημα καί τήν ἐσχατολογία, καί ὅταν ὁμιλῶ γιά τό ἐνδιάμεσο ἐννοῶ τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.

Τό πρῶτο θεολογικό ἄκρο, τό ἀρχικό ἐννοεῖται στό προπατορικό ἁμάρτημα, τό τί εἶναι αὐτό τό ἁμάρτημα, σέ τί συνίσταται. Τόν ἀπασχολοῦσε ἀπό τά φοιτητικά του χρόνια, γιατί ἐκεῖ διεῖδε τήν διαφορά μεταξύ σχολαστικισμοῦ καί προτεσταντισμοῦ, ἀλλά καί τήν ἀδυναμία τῶν Ὀρθοδόξων νά ἀρθρώσουν ἕναν ὀρθόδοξο πατερικό λόγο ἔναντι αὐτῶν.

Ἔτσι, ἀσχολήθηκε μέ τό προπατορικό ἁμάρτημα, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο.

Μελέτησε τήν πεπτωκυῖα κατάσταση τῆς δημιουργίας, τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καί τόν Νόμο, τόν προορισμό τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἀνθρωπολογία, καί ὅλα αὐτά κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο.

Μετά προχώρησε στήν διδακτορική του διατριβή ἐρευνώντας τήν ἄποψη γιά τό προπατορικό ἁμάρτημα στούς μετέπειτα αἰῶνες: «Συμβολαί εἰς τήν ἔρευναν τῶν προϋποθέσεων τῆς διδασκαλίας περί Προπατορικοῦ Ἁμαρτήματος ἐν τῇ μέχρι τόν Ἅγ. Εἰρηναῖον Ἀρχαίᾳ Ἐκκλησίᾳ, ἐν ἀντιβολῇ πρός τήν καθόλου κατεύθυνσιν τῆς Ὀρθοδόξου καί Δυτικῆς μέχρι Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτου θεολογίας».

Μέ τήν διατριβή αὐτήν «ἔπιασε τόν ταῦρο ἀπό τά κέρατα». Δέν μπορεῖ κανείς νά θεολογήση ἄν δέν δῆ τό πῶς ἦταν ὁ ἄνθρωπος πρό καί μετά τήν πτώση, καί δέν μπορεῖ νά καθορίση ποιό εἶναι τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή Του.

Γιά παράδειγμα ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐρευνᾶ τό φυσικό καί γνωμικό θέλημα, τήν βουλή, τήν κρίση, τήν γνώμη, τήν προαίρεση, στηριζόμενος στήν ἀνθρωπολογία τοῦ Ἐμέσης Νεμεσίου.

Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ δέν μπορεῖ νά καθορισθῆ θεολογικά, ἄν δέν διερευνηθῆ ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ πτωτική του κατάσταση. «Γέγονεν ἄνθρωπος ὁ Θεός, ἵνα Θεόν τόν Ἀδάμ ἀπεργάσηται», κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο.

Σέ συνάφεια μέ τό προπατορικό ἁμάρτημα μελέτησε τήν ἀνθρωπολογία τοῦ Μεγάλου Εὐχολογίου, τήν ἐκκλησιολογία τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, τήν ὀρθόδοξη θεολογία κατά τόν Ἀλέξη Χομιακώφ.

Τό δεύτερο ἄκρο τῆς θεολογίας εἶναι τά μετά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε θά ἔλθη ἡ κρίση καί θά ἀρχίση ὁ Παράδεισος καί ἡ Κόλαση.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης δέν τό ἔβλεπε αὐτό δικανικά, πράγμα πού σκανδάλισε καί σκανδαλίζει πολλούς συγχρόνους θεολόγους, ἀλλά μέσα ἀπό τήν ἀνταπόκριση τοῦ κάθε ἀνθρώπου στήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί πῶς αὐτή μετέχεται ἀπό τούς ἀνθρώπους.

Ἀκολουθώντας τούς Καππαδόκες Πατέρες, Μέγα Βασίλειο, ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο καί σύνολη τήν πατερική παράδοση ὁμιλοῦσε γιά τόν Θεό πού μετέχεται ὡς φῶς καί ὡς πῦρ. Τό φῶς καί τό πῦρ εἶναι δύο ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος φωτίζει καί καίει. Δέν πρόκειται γιά δύο διαφορετικά ὄντα.

Μιλώντας γιά τήν Κόλαση ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστός ἔκανε λόγο γιά «πῦρ αἰώνιον» καί «σκότος ἐξώτερον». Ἀλλά ὅπου ὑπάρχει πῦρ δέν ὑπάρχει σκοτάδι, καί ὅπου ὑπάρχη σκοτάδι δέν ὑπάρχει φῶς. Ὁπότε, εἶναι ἡ ἴδια πραγματικότητα, ἄκτιστη, τῆς ὁποίας ἄλλοι μετέχουν τῆς φωτιστικῆς ἐνεργείας καί ἄλλοι τῆς καυστικῆς ἐνεργείας.

Αὐτή ἦταν βασική διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, ὅτι ὁ Παράδεισος καί ἡ Κόλαση δέν ὑπάρχει ἐξ ἐπόψεως τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἐξ ἐπόψεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός ἀγαπᾶ τούς πάντας, ἀλλά ἄλλοι μετέχουν τῆς φωτιστικῆς ἐνεργείας Του καί ἄλλοι τῆς καυστικῆς ἐνεργείας Του. Θά συμβῆ ὅ,τι συμβαίνει καί στήν θεία Κοινωνία, ἄλλοι φωτίζονται καί ἄλλοι καταδικάζονται.

Ἑπομένως, τά δύο θεολογικά ἄκρα τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη εἶναι τό τί εἶναι τό προπατορικό ἁμάρτημα καί τό τί εἶναι Παράδεισος καί Κόλαση.

Ἀπό αὐτά τά δύο θεολογικά ἄκρα φθάνει στό ἐνδιάμεσο θεολογικό στάδιο, τό ποιό εἶναι τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Δίδασκε ὅτι τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά προετοιμάζη τόν ἄνθρωπο νά συναντήση τόν Χριστό, ὥστε ὁ Χριστός νά γίνη φῶς-Παράδεισος καί ὄχι πῦρ-Κόλαση.

Αὐτό γίνεται μέ τήν ἐπαναφορά τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν σκοτασμό τοῦ νοῦ στόν φωτισμό τοῦ νοῦ. Ὁ νοῦς εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, ἡ λεπτοτάτη προσοχή, κατά τό ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ. Αὐτός ἀμαυρώθηκε μέ τήν πτώση, σκοτίστηκε καί αὐτός πρέπει νά φωτισθῆ γιά νά δῆ τόν Θεό ὡς φῶς καί ὄχι ὡς πῦρ.

Αὐτό τό κατάλαβε πολύ ἐνωρίς, ἀπό τότε πού σπούδαζε στό Ἰνστιτοῦτο τοῦ ἁγίου Σεργίου στό Παρίσι, πρίν τήν διδακτορική του διατριβή, ὅταν ἐρεύνησε τό Εὐχολόγιο τῆς Ἐκκλησίας καί ἔγραψε τήν μελέτη του «ὁ ἄνθρωπος καί ἡ ἀληθινή ζωή του, κατά τό Ἑλληνορθόδοξο Μέγα Εὐχολόγιο», καθώς ἐπίσης καί τήν μελέτη του ἡ «Ἐκκλησιολογία τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου Ἀντιοχείας».

Μέσα στό πλαίσιο αὐτό ἔκανε λόγο γιά τήν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου καί τήν συγκεκριμενοποιοῦσε στόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί τήν μετατροπή τῆς φιλαυτίας σέ φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία, ἤ τήν μετατροπή τῆς ἰδιοτελοῦς ἀγάπης σέ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, τά ὁποῖα γίνονται μέσα στήν Ἐκκλησία μέ τήν ἄσκηση καί τά Μυστήρια, καί γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία εἶναι Θεραπευτήριο-Νοσοκομεῖο.

Αὐτό τό ἐντόπισε στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο γίνεται ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου, τήν μετατροπή τῆς ἰδιοτέλειας στήν ἀνιδιοτέλεια, μέ τήν κάθαρση τοῦ νοῦ, τόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί τήν θέωση.

Ἐντόπισε αὐτόν τόν τρόπο στήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται», στό ὅτι ὁ Χριστός διεκήρυττε «ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου», καί «ὑμεῖς ἐστε τό φῶς τοῦ κόσμου», στήν παραβολή τοῦ Χριστοῦ γιά τόν γάμο τοῦ Νυμφίου.

Ἐπίσης, αὐτό τό ἐντόπισε στήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τοῦ ὁποίου ἦταν δεινός ἑρμηνευτής, ὅπως φαίνεται σέ ὅλα τά κείμενά του, ὅπου γίνεται λόγος γιά κάθαρση: «Καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β΄ Κορ. ζ΄, 1), «ἐξέλθατε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε καί ἀκαθάρτου μή ἄπτεσθε» (Β΄ Κορ. στ΄, 17), γιά φωτισμό καί δοξασμό: «Ὅταν ὁ Χριστός φανερωθῇ, ἡ ζωή ἡμῶν, τότε καί ὑμεῖς σύν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ» (Κολ. γ΄, 4) κ.ἄ.

Βέβαια, αὐτό τό βρῆκε καί σέ ὅλη τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, στόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, τόν ὁποῖο θεωροῦσε ὡς τόν καλύτερο ἑρμηνευτή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, στόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, στόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, στόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη.

Νά σημειωθῆ ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής κάνει λόγο γιά πρακτική φιλοσοφία, φυσική θεωρία καί μυστική θεολογία· ὁ ἅγιος Συμεών χωρίζει τά κεφάλαιά του σέ «πρακτικά, γνωστικά, θεολογικά»· ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τά χωρίζει σέ «ἠθικά, φυσικά, θεολογικά»· ἡ Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν ὡς ὑπότιτλο γράφει «ἐν ᾗ κατά τήν πρᾶξιν και θεωρίαν ὁ νοῦς καθαίρεται, φωτίζεται καί τελειοῦται».

Αὐτή εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ καί ἡ θέωση, πού ἑρμηνεύεται ὡς μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὡς κάθαρση, φωτισμός καί θέωση. Πρόκειται γιά τήν θεολογική μέθοδο γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Στήν ἀνθρώπινη γνώση ὑπάρχουν στάδια καί βαθμοί, γιατί νά μήν ὑπάρχουν καί στήν ὀρθόδοξη θεολογία;

Αὐτή εἶναι ἡ οὐσία τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ, πού κατοχυρώθηκε στήν Θ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί εἶναι ἡ οὐσία τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς, ἀλλά καί ἡ βάση τῆς ὀρθοδόξου ὑμνογραφίας. Εἶναι ἀδιανότητο νά ψάλλουμε στήν Ἐκκλησία τά τροπάρια πού συντονίζονται στήν ὀρθόδοξη θεολογία καί ἀσκητική καί νά θεολογοῦμε ἔξω ἀπό αὐτήν τήν ἀτμόσφαιρα. Γιά παράδειγμα: «Θείῳ καλυφθείς ὁ βραδύγλωσσος γνόφῳ, ἐρητόρευσε τόν θεόγραφον νόμον, ἱλύν γάρ ἐκτινάξας ὅμματος νόου, ὁρᾶ τόν ὄντα καί μυεῖται πνεύματος γνῶσιν». Kαί τό τροπάριο «Καί τρόπον μέτοχος καί θρόνον διάδοχος τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τήν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε εἰς θεωρίας ἐπίβασιν, διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, και τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος Ἱερομάρτυς ...».

Χαρακτηριστικά του κείμενα πρός τήν κατεύθυνση αὐτήν εἶναι: «Ἰησοῦς Χριστός ἡ ζωή τοῦ κόσμου», ὅπου ἀναπτύσσει τίς ἐπί μέρους ἑνότητες, ὁ Χριστός στήν Παλαιά Διαθήκη καί οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι, ἡ μύηση στήν ζωή καί τήν πᾶσα ἀλήθεια, δηλαδή τόν Χριστό διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τήν Πεντηκοστή, τήν διάγνωση καί θεραπεία, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό προφητεύειν καί τό θεολογεῖν καί ἡ συνέπεια καί τά ἀποτελέσματα.

Ἐπίσης, χαρακτηριστικό εἶναι τό ἔργο του «ἡ θρησκεία εἶναι νευρολογική ἀσθένεια, ἡ δέ Ὀρθοδοξία ἡ θεραπεία της», ὅπου ἀναπτύσσει τά θέματα ἡ νόσος τῆς θρησκείας, οἱ Σύνοδοι ὡς ἑταιρεῖες νευρολογικῶν κλινικῶν, στό ὁποῖο παρουσιάζεται ἡ θεραπευτική καί μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, καί ἡ προέλευση τῶν Συνόδων, στό ὁποῖο ἀναπτύσσεται ἡ διαφορά τῶν πολιτισμῶν σέ σχέση μέ τήν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου. Καί ὅταν κάνη λόγο γιά θεραπεία ἐννοεῖ τόν ὀρθόδοξο Προφητικό, Ἀποστολικό καί Πατερικό ἡσυχασμό.

Πάντως, ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης τόν ὀρθόδοξο ἡσυχασμό τόν βρῆκε στήν μητέρα του, τόν εἶδε στήν διδασκαλία τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, ὁ ὁποῖος εἶχε ἤδη ἐντοπίσει τήν ἀξία τῆς Φιλοκαλίας χωρίς νά τήν ἀναπτύσση, καί τόν διδάχθηκε ἀπό μαθητή τοῦ π. Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ (π. Παντελεήμονα Μητρόπουλο).

β) Τό ἱστορικό του ἔργο κινήθηκε παράλληλα μέ τό θεολογικό του ἔργο.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης εἶχε μέντορα καί διδάκαλο τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι, ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολόγησε, ὁ ὁποῖος ἄσκησε κριτική στήν Ρωσική θεολογία, γνώρισε τήν Πατερική θεολογία, καί βασιζόταν στήν ἱστορία, καί ἔγραψε ὅτι ὅποιος ἀρνεῖται τήν ἱστορία δέν εἶναι καλός Χριστιανός. Ὅταν κανείς ἀρνεῖται τήν ἱστορία καί τήν ἱστορική Ἐκκλησία καταλήγει στίς αἱρέσεις.

Μελετώντας τό πῶς οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ἔφθασαν στόν σχολαστικισμό, διέγνωσε τήν μεγάλη παρέμβαση τοῦ Καρλομάγνου, ὁ ὁποῖος στήν Σύνοδο τῆς Φραγκφούρτης τό 794 μ.Χ. σχεδίασε τήν Ἁγία Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία τοῦ Γερμανικοῦ Ἔθνους, τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τήν ἀνατολική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία. Ἔτσι, ὀνόμασε τούς Ἀνατολικούς Ρωμαίους ὡς Γραικούς καί ὁ ἴδιος προσέλαβε τόν τίτλο τοῦ Ρωμαίου, περιθωριοποίησε τούς Πατέρας τῆς Ἀνατολῆς, υἱοθέτησε τόν Αὐγουστῖνο καί τήν λατινική γλώσσα καί ἔτσι ἀρχισε ὁ δυτικός σχολαστικισμός, ὁ ὀποῖος συνδέθηκε μέ τήν ἑλληνική φιλοσοφία.

Αὐτό δέν μπορεῖ κανείς νά τό ἀρνηθῆ. Ἡ εἰσαγωγή τοῦ Filioque στό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ actus purus διαμόρφωσε μιά διαφορετική θεολογία, ἀπό τήν ὁποία ἐξ ἀντιδράσεως προῆλθαν ἄλλα χριστιανικά καί φιλοσοφικά ρεύματα, ὅπως ἡ Ἀναγέννηση, ἡ Μεταρρύθμιση, ὁ Διαφωτισμός , ὁ Γερμανικός ἰδεαλισμός, ὁ Ρομαντισμός, ὁ ὑπαρξισμός κ.ἄ.

Ὁ θεολόγος πού μελετᾶ τήν ἐξέλιξη τῆς θεολογίας, ὁπωσδήποτε πέφτει ἐπάνω στήν ἱστορία, καί ἔτσι ὁ π. Ἰωάννης ἦταν θεολόγος καί ἱστορικός. Θεολογία ἔξω ἀπό τήν ἱστορία εἶναι ἕνας μονοφυσιτισμός καί ἱστορία ἔξω ἀπό τήν θεολογία εἶναι ἕνας νεστοριανισμός.

Μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο ἀσχολήθηκε μέ τήν Ρωμηοσύνη καί τήν εἶδε σέ ἀντίθεση μέ τήν Φραγκοσύνη, ὅπως ἐκφράζεται στόν δυτικό πολιτισμό μέ τόν εὐδαιμονιστικό τρόπο ζωῆς, τήν φιλαυτία καί τήν ἡδονοκρατία. Καί μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική εἶδε καί τήν ἀλλοίωση τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας στόν Ἑλλαδικό χῶρο, φυσικά καί στόν Δυτικό χῶρο.

Μέσα σέ αὐτό τό θεολογικό καί ἱστορικό πλαίσιο πρέπει νά ἐνταχθῆ ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ὡς θεολόγος καί ἱστορικός.

 

3. π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι

Ἤδη προαναφέρθηκε ἡ στενή σχέση μεταξύ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη καί π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, πού εἶναι ἕνα ἀπαραίτητο ἑρμηνευτικό κλειδί τῆς διδασκαλίας τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη.

Ὅλοι ὁμιλοῦν γιά τήν ἀξία τοῦ μεγάλου θεολόγου τοῦ 20οῦ αἰῶνος π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, τονίζοντας τήν ἐπίδραση πού εἶχε σέ νεωτέρους θεολόγους καί τήν προσφορά του στήν Ὀρθόδοξη θεολογία.

Ὅμως, ἀγνοοῦν ἤ θέλουν νά ἀγνοοῦν ἐπιδεικτικά καί ἀντιεπιστημονικά ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἦταν ὁ καλύτερος μαθητής τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, ὄχι μόνον ἐπειδή ἦταν ἕνα διάστημα μαθητής του, ἀλλά γιατί εἶχε διαρκῆ σχέση καί ἐπικοινωνία μαζί του.

Ἔχω δημοσιεύσει τίς 25 ἐπιστολές πού ἀπέστειλε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης στόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι, σέ διάφορες φάσεις τῆς ζωῆς του, ἀλλά ἀγνοοῦνται οἱ ἀπαντήσεις τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι σέ αὐτόν. Πάντως, ἀπό τίς ἐπιστολές πού ἀπέστειλε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης στόν Φλωρόφσκι φαίνονται καί οἱ ἀπαντήσεις του, ὅπου ἐκφράζεται ἡ ἀγωνία καί τῶν δύο γιά τά θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά δεδομένα τῆς ἐποχῆς τους.

Διασώζεται, ὅμως, μιά ἐπιστολή τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι στόν π. Στανισλάβ, στίς 17 Δεκεμβρίου 1960, στήν ὁποία κάνει κριτική σέ πολλούς θεολόγους τῆς ἐποχῆς του, Meyendorff, Εὐδοκίμωφ, Clement, Sherrard, καί ἐπαινεῖ πάνω ἀπό ὅλους τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη.

Γράφει ὅτι εἶναι ἀπό τίς «λίγες δυνάμεις πού ὑπάρχουν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σήμερα». Τόν ἀποκαλεῖ «μαθητή του», στόν ὁποῖον «ἐναποθέτει τίς ἐλπίδες του», γράφει ὅτι ἔκανε «ὑπέροχη διδακτορική διατριβή γιά τό προπατορικό ἁμάρτημα, σπουδή στούς δύο πρώτους αἰῶνες καί τώρα ἐργάζεται κοντά μου γιά διδακτορικό στό Harvard», καί σέ αὐτόν παρατηρεῖται μιά ἀποστροφή πρός τήν Δύση, πράγμα πού κάνουν οἱ ἄλλοι, καί ἀπομονώνεται «στήν Βυζαντινή παράδοση, ἀλήθεια, παραμένοντας στό ἐπίπεδο τῆς γνήσιας θεολογικῆς κουλτούρας καί τῆς βαθειᾶς ἐκκλησιαστικότητος».

Αὐτό πού ἐντοπίζει ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔμεινε βαθειά στήν ἀνατολική παράδοση ὑποδηλώνει ὅτι ὁ Ρωμανίδης ὡς Ρωμηός, μέ καππαδοκικές καί ἡσυχαστικές βάσεις, προχώρησε περισσότερο στήν ἡσυχαστική ἐμπειρική θεολογία, ὡς ἑρμηνεία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Αὐτός εἶναι ἕνας μεγάλος ἔπαινος τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ γιά τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη.

Ἔτσι, φαίνεται ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἄρχισε ἀπό τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι καί πέρασε πέρα ἀπό αὐτόν, ἀφοῦ καθόρισε μέ καθαρότερο τρόπο τήν ὀρθόδοξη θεολογία καί εἶδε τίς προϋποθέσεις της πού εἶναι ὁ ἱερός ἡσυχασμός, στηρίχθηκε στήν ἑνότητα ἐμπειρίας μεταξύ Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Πατέρων.

Γι’ αὐτό ἀπορῶ γιατί σύγχρονοι ἐπιστήμονες θεολόγοι ἀγνοοῦν, παρακάμπτουν τήν σχέση μεταξύ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη καί π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, ἐπαινώντας ἄλλους πού εἶχαν λιγότερη ἤ μηδαμινότερη σχέση μαζί του. Αὐτό εἶναι ἀντιδεοντολογικό καί ἀντιεπιστημονικό.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης εἶναι ἕνας κορυφαῖος δογματικός θεολόγος τῶν τελευταίων χρόνων στήν Ἐκκλησία μας καί τοῦ χρωστᾶμε πολλά. Ἐπηρέασε πολλούς νέους θεολόγους, ἔστω καί ἄν δέν τολμοῦν νά τό ὁμολογήσουν. Ἐγώ, πάντως, τοῦ χρωστῶ εὐγνωμοσύνη. Καί πρέπει νά πῶ ὅτι εἶχα διαβάσει ὅλους τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τόν Μέγα Βασίλειο μέχρι τόν ἅγιο Νικόδημο τῶν Ἁγιορείτη, μελέτησα ἐπισταμένως τήν Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, ἐγνώρισα πολλούς ἀπό τούς νέους ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας καί ὅταν συνάντησα γραπτά καί τήν διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, ἔπειτα τόν ἴδιο προσωπικά, ἀνεγνώρισα τόν γνήσιο καί αὐθεντικό ἐκφραστή τους. Γι’ αὐτό καί τόν ἀπεκάλεσα «κορυφαῖο δογματικό θεολόγο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

 

4. Θεολογία, Θεοπνευστία καί Θεούμενοι

Τό ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι: Δέν ἔκανε λάθη ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης;

Φυσικά καί ἔκανε, ἀλάθητος δέν εἶναι κανείς, ἀλλά ὅλοι παλεύουμε νά σωθοῦμε καί νά ἀληθεύουμε, μόνον οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἔχουν τό ἀλάθητο, διότι ἀποτελοῦνται ἀπό θεουμένους Πατέρας.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἀναγνώριζε τά λάθη του καί εἶπε σέ μιά προφορική του ὁμιλία: «Ἔτυχε νά μήν ἐκλεγῶ Πάπας Ρώμης, δηλαδή εἶχα τήν ἀτυχία νά μή γίνω Πάπας Ρώμης, γι’ αὐτόν τόν λόγο εἶμαι ἀπό ἐκείνους τούς ἀνθρώπους πού κάνει λάθη».

Γι' αὐτό, ἀκολουθώντας τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἔκανε λόγο γιά τόν ἐμπειρικό θεολόγο πού ἔχει τό χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων, καί ὁ νοῦς του κινεῖται ἀπλανῶς, ὁπότε εἶναι θεούμενος.

Σέ μιά προφορική παράδοσή του εἶπε:

«Ὅταν ἔχει κανείς τό χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων, τότε ὁ νοῦς του πλέον κινεῖται ἐν προσευχῇ καί φθάνει στό ἀπλανές (στήν μή πλάνη)...

Γι’ αὐτό τόν λόγο ἔλεγα στούς Λατίνους ὅτι ἐγώ δέν θά εἶχα ἀντίρρηση νά δεχθῶ τό «ἀλάθητο» τοῦ Πάπα ἐφ’ ὅσον ἐξακρίβωνα ὅτι ὁ Πάπας βρίσκεται σέ κατάσταση θεώσεως, ὁπότε ὅ,τι νά πῆ, θά ἦτο ἀπλανές. Ὅταν ὅμως ὁ Πάπας δέν ξέρει κἄν τί εἶναι ἡ θεωρία καί δέν ξέρει τί εἶναι ἡ πράξη καί δέν ξέρει τί εἶναι ἡ νοερά προσευχή, καί δέν ἔχει οὔτε τήν πράξη οὔτε τήν γνώση περί τῆς ὑπάρξεώς της, πῶς νά δεχθῶ τόν Πάπα ὡς ἀλάθητο;

Τόν Ἀπόστολο Πέτρο τόν δέχομαι ὡς ἀλάθητο, διότι καί στήν Μεταμόρφωση ἦταν καί στήν Πεντηκοστή ἦταν. Ἀλλά ὁ Πάπας τῆς Ρώμης, ἐφ’ ὅσον δέν ἔχει τεκμήρια ὅτι μετέχει τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως καί ὅτι εἶναι θεούμενος, πῶς νά δεχθῶ αὐτομάτως ἀπό μιά χειροτονία ὅτι εἶναι ἀλάθητος; Αὐτό δέν μπορῶ νά τό κάνω. Ἐπιστημονικά δέν γίνεται, ἐξ ἐπόψεως ψυχιατρικῆς. Γι’ αὐτό ἕνας πού πιστεύει στό ἀλάθητο τοῦ Πάπα μᾶλλον τρελλοκομεῖο πρέπει νά θέλη. Δέν μπορεῖ νά εἶναι νορμάλ ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος...

Ἐφ’ ὅσον σκοπός τῆς θεολογίας εἶναι ἡ κάθαρση καί ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ, καί τό δόγμα εἶναι ἡ ἔκφραση αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως, τό δόγμα τότε εἶναι ἀλάθητο στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, διότι εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.

Τό δόγμα πού εἶναι ἔκφραση τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως, δέν τό ξέρουμε μόνο ὡς δόγμα, ἀλλά τό ξέρουμε καί ὡς βίωμα τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, ὁποιοσδήποτε φθάνει στήν ἴδια τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως.

Ἔχουμε τό δόγμα, πού εἶναι ἔκφραση τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως καί μετά ἔχουμε τό δόγμα πού γίνεται βίωμα σέ αὐτούς πού φθάνουν στήν θέωση. Ὁπότε, ἔχουμε ἕνα κύκλο, ὅπως ἔχουμε τήν ἀστρονομία. Ὁ πρῶτος εἶδε γιά πρώτη φορά 200 γαλαξίες, ἐνῶ πρίν νομίζαμε ὅτι ὑπάρχει ἕνας γαλαξίας, τώρα ἔχουμε κάπου 100.000 γαλαξίες, καί αὐτή ἡ ἐμπειρία γίνεται ἐμπειρία τῶν διαδόχων του.

Ἔχουμε τήν ἐμπειρία, ἔχουμε τήν ἔκφραση τῆς ἐμπειρίας, ἔχουμε τήν ἐπανάληψη τῆς ἐμπειρίας καί μετά στήν ἀστρονομία καί τίς θετικές ἐπιστῆμες ἔχουμε καί βαθυτέρα ἐμπειρία. Διότι ὅσο καλύτερο ὄργανο φτιάχνουμε, τόσο καλύτερες ἐμπειρίες θά ἔχουμε καί τόσες εὑρύτερες ἐμπειρίες θά ἔχουμε στίς θετικές ἐπιστῆμες.

Στήν θεολογία ὅμως δέν ἔχουμε αὐτά τά εἴδη γνώσεων, διότι τό ἀντικείμενο εἶναι ἀπερίγραπτο, δέν εἶναι περιγραπτό, οὔτε εἶναι κτιστό, ὥστε νά μποροῦμε μέ κτιστά ὄργανα νά γνωρίσουμε τό ἄκτιστο. Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος φυσιολογικά ἔχει τό ὄργανο, πού λέγεται νοῦς, μέ τόν ὁποῖο ἑτοιμάζεται γιά νά ἔχει τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Ὅταν ὅμως φθάνη στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, ἐπειδή δέν ὑπάρχει καμμιά ὁμοιότης μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ, τό ἄκτιστο παραμένει μυστήριον καί παραμένει ἀπερίγραπτον.

Ὁ ἄνθρωπος αὐτός γίνεται θεατής τοῦ ἀπεριγράπτου, τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά τό περιγράψη, νά θέλη νά τό καταλάβη δέν μπορεῖ, εἶναι καί ἀκατανόητον, εἶναι μυστήριον ἀπερίγραπτον. Ἁπλῶς τό βλέπει κανείς» (Α΄, σελ. 211-213).

Γιά τό ἔργο καί τήν θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη ἀσχολήθηκα πάρα πολύ σέ ὅλα τά ἔργα μου. Μέ ἐπηρέασε ἡ θεραπευτική ζωή καί παράδοση τῆς Ἐκκλησίας πού στήν πραγματικότητα εἶναι ἡ ὀρθόδοξη ἡσυχαστική-νηπτική ζωή. Εἰδικότερα, ὅμως, ἀσχολήθηκα μέ τήν ἀνάδειξη τοῦ ἔργου του καί τῆς διδασκαλίας του.

Μέχρι τώρα δημοσίευσα:

1. δύο τόμους Δογματικῆς μέ τίτλο «Ἐμπειρική Δογματική, κατά τίς προφορικές του παραδόσεις», 2010 καί 2011,

2. πολυσέλιδο βιβλίο μέ τίτλο «π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἕνας κορυφαῖος δογματικός θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας» (2012), ὅπου δημοσιεύονται καί οἱ 25 ἐπιστολές του στόν π. Γέωργιο Φλωρόφσκι, πού ἀνεζήτησα καί βρῆκα στό ἀρχεῖο τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι στό Πανεπιστήμιο τοῦ Princeton, πού εἶναι ἀνέκδοτο καί σημαντικό ὑλικό, μαζί μέ ἀνάλυση ὅλου τοῦ ἐπιστημονικοῦ του ἔργου,

3. «Πατερική καί σχολαστική θεολογία καί τό περιβάλλον τους», κατά τίς ἀπομαγνητοφωνημένες παραδόσεις του, τό 2021.

4. Διορθόδοξος θεολογικός διάλογος περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τοῦ Μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, τό 2024.

5. Θεολογικές Μελέτες, ἤτοι ἐπιστημονικές ἐρευνητικές ἐργασίες κυρίως τῆς περιόδου 1954-1970, σέ συνεργασία μέ τόν Καθηγητή Γεώργιο Παναγόπουλο, πού συνέταξε τίς εἰσαγωγές καί τά σχόλια, τό 2024.

6. π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, τό ἔργο καί ἡ διδασκαλία του, Πρακτικά Ἡμερίδας καί θεολογικές-ἱστορικές μελέτες, μέ πολύ σημαντικό ὑλικό.

7. Δεκάδες ἄρθρα καί διαλέξεις μου πού εἶναι ὑπό δημοσίευση.

8. Στοιχεῖα Δογματικῆς, κατά τίς σημειώσεις τῶν φοιτητῶν του στήν Θεολογική Σχολή Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, 1961-1962 (ὑπό ἔκδοση). 

9. Πέντε ἀνέκδοτοι τόμοι, ἀπομαγνητοφωνημένων Πανεπιστημιακῶν παραδόσεων μέ ἐκπληκτικό θεολογικό καί ἱστορικό ὑλικό.

Ἡ θεολογική προσφορά τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη εἶναι μεγάλη, διότι μᾶς ἔδωσε κυρίως καί πρό παντός τά ἑρμηνευτικά κλειδιά τῆς θεολογίας τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων. Εἶχε τήν μεγάλη εὐφυΐα καί ἔμπνευση νά συνδέση τό lex credendi (δόγματα Οἰκουμενικῶν Συνόδων), μέ τό lex orandi (λατρεία-προσευχή) καί τό lex vivendi (κάθαρση, φωτισμός, θέωση).

 

 

Πηγή: Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση (πρόσβαση 18/12/2025)

Ἱερὰ Ἐξομολόγηση: Ἐρωτήματα καὶ Ἀπαντήσεις

Τι είναι η Εξομολόγηση;

Η Εξομολόγηση είναι ένα από τα βασικά μυστήρια της Εκκλησίας. Μας δίνει τη δυνατότητα να «συμφιλιωθούμε» με τον Θεό, να εξετάσουμε την πίστη και τη ζωή μας και να εξασφαλίσουμε πνευματική υγεία. Είναι πράξη μετανοίας. Και μετάνοια σημαίνει αλλαγή του εαυτού μας, στροφή, μεταμόρφωση. Όταν αμαρτάνουμε απομακρυνόμαστε από τον Θεό. Όταν όμως μετανοούμε, ομολογούμε τις αμαρτίες μας και ζητάμε συγχώρεση, επιστρέφουμε σ' Αυτόν.

Ἱερὰ Ἐξομολόγηση: Ἐρωτήματα καὶ Ἀπαντήσεις

Ἡ καθημερινὴ προσευχὴ θωρακίζει τὴν ψυχὴ κατὰ τῆς ἁμαρτίας (Ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος)

Κανένα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ συντελοῦν εἰς τὴν εὐσέβειαν δὲν μπορεῖ νὰ εἰσέλθῃ εἰς ψυχὴν ποὺ εἶναι ἔρημος ἀπὸ προσευχὴν καὶ ἀπὸ δέησιν· ἀλλὰ ὡσὰν πόλις ἀνοχύρωτος εὔκολα μπορεῖ νὰ ὑποταχθῆ εἰς τοὺς ἐχθροὺς ἀπὸ ἔλλειψιν κάθε ἐμποδίου. Τὸ ἴδιο λοιπὸν καὶ ψυχήν, ποὺ δὲν εἶναι ὀχυρωμένη μὲ προσευχές, εὔκολα ὁ διάβολος τὴν ὑποτάσσει καὶ τὴν γεμίζει μὲ εὐκολίαν μὲ κάθε ἁμαρτίαν. Κατ' ἀρχήν, ὅταν ἰδῆ ψυχὴν θωρακισμένην μὲ προσευχὲς δὲν τολμᾶ νὰ τὴν πλησιάσῃ.

Η καθημερινή προσευχή θωρακίζει την ψυχή κατά της αμαρτίας (Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος)

Τὰ βιβλία μας

Δωρεάν pdf            Δωρεάν pdf
 
Δωρεάν pdf            Δωρεάν pdf
 

Συστηματοποίηση Τυπικοῦ

Ἐπικοινωνία

Στατιστικά

  • Χρήστες 1
  • Άρθρα 382
  • Εμφανίσεις Άρθρων 3207618

Σὲ σύνδεση

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 2091 επισκέπτες και κανένα μέλος