Κριτική Δυτικών μεταρρύθμισης σημειογραφίας από Χρύσανθο κλπ
Δημοσιεύτηκε: 02 Δεκ 2010, 23:23
Απορίες μου σχετικά με κριτική μεταρρύθμισης σημειογραφίας από Χρύσανθο και γενικότερα βυζαντινής μ. από δυτικούς και διαφωνούντες βυζαντινούς.
Σας παραθέτω παρακάτω απορίες μου σχετικά με την κριτική της μεταρρύθμισης του Χρύσανθου στην βυζαντινή σημειογραφία της βυζαντινής μουσικής αλλά και της βυζαντινής γενικότερα, τόσο από τους δυτικούς όσο και από διαφωνούντες βυζαντινολόγους, που βρήκα στο βιβλίο της Καίτης Ρωμανού «Έντεχνη Ελληνική Μουσική στους Νεότερους Χρόνους» και θα σας ήμουν ευγνώμων, αν μπορούσατε να μου δώσετε μερικές εξηγήσεις, ο καθένας σας στο σημείο που κατέχει:
1. (σελ. 35) Από τον Χρύσανθο …. αναγωγή σε πέντε ή έξι κανόνες των αμέτρητων περιπτώσεων συνθέσεων των εν χρήσει νευμάτων. Τι σημαίνει; Ποιοι είναι οι 5 ή 6 κανόνες;
2. (σελ. 36) Το Αναστασιματάριον που έθεσαν σε κυκλοφορία το 1820 ο Πέτρος Εφέσιος και ο Σεραφείμ Χριστοδούλου, προηγήθηκε χρονικά της συγγραφής από τον Χρύσανθο του βιβλίου «Εισαγωγή εις το Θεωρητικόν και Πρακτικόν της Εκκλησιαστικής Μουσικής»;
3. (σελ. 35-36) «Είναι όμως γνωστό ότι τα πρώτα αντίτυπα της «Εισαγωγής» του Χρύσανθου που, λογοκρίθημένα, αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία, περιελάμβαναν έναν πρόλογο υπογεγραμμένο από τον Θάμυρη». Τι γινόταν εκεί; Λογοκρισία;
4. (σελ. 43) «Δεδομένης της ασάφειας που υπάρχει στα όρια μεταξύ δυτικής επιρροής και δυτικής εκκλησιαστικής προπαγάνδας και στην καχυποψία που γεννά κάθε πληροφορία σχετική, και κάθε ερμηνεία της (από ιστορικούς), τα σκοτεινότερα σημεία στο θέμα της επιρροής του δυτικού διαφωτισμού στην ελληνική εκκλησία, και ειδικότερα στη ζωή και το έργο του Χρύσανθου, σχετίζονται με την πολιτική των εκάστοτε πατριαρχών της Κωνσταντινούπολης στη συγκεκριμένη εποχή, με τους ξένους που την επηρέασαν, με τις παρατάξεις που συγκροτήθηκαν και με τους εκπροσώπους των». Δηλαδή τι έγινε;
5. (σελ. 119-120) «… ο Μπουργκώ-Ντυκουντραί θέτει ζητήματα που θα αποτελέσουν κρίσιμα θέματα της μελέτης της ελληνικής μουσικής: τη σχέση της τροπικής δομής των ελληνικών μελωδιών με τους αρχαίους τρόπους και τους βυζαντινούς ήχους, επομένως την κοινότητα της αρχαίας ελληνικής, της βυζαντινής και της δημοτικής μουσικής. Αναγνωρίζει πως οι τρόποι όπως έχουν διατηρηθεί στο εκκλησιαστικό μέλος της δυτικής μουσικής, στερημένοι σήμερα του ρυθμού τους και του πρωτόγονού τους χαρακτήρα, μοιάζουν με μούμιες, αν τους συγκρίνουμε με τις ζωντανές μελωδίες της Ανατολής, και πως η δυτική μουσική μπορεί να ευνοηθεί από τη γνωριμία με την εύπλαστη και ρυθμικά ευαίσθητη ανατολίτικη μουσική, όπως και η ανατολίτικη από την υιοθέτηση της δυτικής αρμονίας (στη συλλογή του όλες οι μελωδίες είναι εναρμονισμένες).» Έτσι είναι;
6. (σελ. 122) «Γνωστό στους δυτικούς μουσικολόγους έγινε το έργο του Ιωάννη Τζέτζη Uber die altgriechische Music in de griechischen Kirche (Μόναχο 1874). Ο Τζέτζης, όταν επέστρεψε στην Αθήνα δημοσίευσε το δοκίμιο “Περί της κατά το Μεσαίωνα μουσικής της Ελληνικής Εκκλησίας” (Αθήνα 1882), όπου, επηρεασμένος από κριτικές Δυτικών, ανασκεύαζε απόψεις του γερμανικού συγγράματος και υποστήριζε πως η σύγχρονη εκκλησιαστική μουσική είναι τούρκικος “αμανές”, ευτελής, και ακατάλληλη για την λατρεία. Επανέλεβε επίσης την συχνά διατυπωμένη στη Δύση άποψη ότι οι ήχοι του εναρμόνιου και του χρωματικού γένους είναι ανατολίτικης επιρροής, και μόνο οι ήχοι του διατονικού γένους είναι βυζαντινοί, υποστηρίζοντας έτσι την άποψη πως μόνο η δυτική μουσική – και όχι η νεοελληνική – κληρονόμησε την αρχαία ελληνική και τη βυζαντινή μουσική». Έτσι είναι;
7. (σελ. 122) «Από τους διαπρεπείς δυτικούς μουσικολόγους που έρχονται σε επαφή με μέλη του Εκκλησιαστικού Μουσικού Συλλόγου Κωνσταντινούπολης, ο Γάλλος J. B. Thibaut εξελέγη επίτιμο μέλος το 1899 και δώρισε στο σύλλογο όλες του τις δημοσιεύσεις. Γνωρίζοντας το έργο του Τιμπώ, οι Έλληνες μουσικοί, έκπληκτοι, έρχονται αντιμέτωποι με την αντίληψη πως όλη η παράδοση των εξηγήσεων διαγράφεται ως …. αντιεπιστημονική από τους Δυτικούς. Κατά τους Έλληνες μουσικούς, τα σημάδια των χειρογράφων πριν από τον 17ο αιώνα, που ονομάζονταν μεγάλες αποστάσεις, σήμαιναν μελωδικές φόρμουλες, οι οποίες τα επόμενα χρόνια αναλύθηκαν (“εξηγήθηκαν”) με διαστηματικά σημάδια, έως την τελική ανάλυσή τους από τον Χρύσανθο που κατάργησε τα περιττά πλέον σημάδια. Κατά τον Τιμπώ και άλλους Δυτικούς, οι εξηγήσεις και η Μεταρρύθμιση του Χρύσανθου συσκότισαν και παρεμπόδισαν την μελέτη των Βυζαντινών μουσικών χειρογράφων». Αυτό συνέβη πράγματι;
8. (σ. 123) «Η συνεργασία Ελλήνων και Δυτικών θα διακοπεί με τους διαδοχικούς πολέμους που αρχίζουν από το 1912. Ούτως ή άλλως, η συνεννόηση είναι δύσκολη μεταξύ όσων βιώνουν μια παράδοση και εκείνων που έξω από την παρατηρούν, και οι προκαταλήψεις, βαθιά θεμελιωμένες και από τις δύο πλευρές, Οι δυτικοί μουσικολόγοι “ανακαλύπτουν” αυτονόητα για τους μετόχους της παραδόσεως, και οι Έλληνες αγνοούν αυτονόητες προϋποθέσεις της δυτικής μεθοδολογίας. Πυρήνας των διαφωνιών και παρεξηγήσεων είναι η αξιολόγηση της μουσικής στη διάρκεια των αιώνων, και η ορολογία των χρονικών περιόδων. Οι Δυτικοί θεωρούν τους μεταβυζαντινούς χρόνους, παρακμιακούς, ενώ οι Έλληνες αποκαλούν “αρχαία γραφή” αυτήν όλων των χειρογράφων προ της Μεταρρύθμισης. Οι Έλληνες εμπιστεύονται τις πρόσφατες ελληνικές πηγές, ενώ οι Δυτικοί, μόνο τις μεσαιωνικές ελληνικές και τις πρόσφατες δυτικές μελέτες….» Έτσι είναι;
9. (σελ. 127-128) «Για τα θέματα της εκκλησιαστικής μουσικής, ο Ψάχος ασκεί διμέτωπο αγώνα, μέσω του περιοδικού Φόρμιγξ και εναντίον όσων υποστηρίζουν πως η ελληνική μουσική πρέπει να εξελιχθεί εναρμονιζόμενη και εναντίον όσων με προσωπικές επεμβάσεις αλλοιώνουν το μονοφωνικό μέλος, Μεταφέρει τον εκδηλωμένο ήδη στους μουσικού του πατριαρχείου προβληματισμό για την προστασία της καθαρής εθνικής μουσικής. Η “καθαρότητα” – η οποία νοείται ως ταυτόσημη με την “ελληνικότητα” – αναζητείται με κριτήρια τα οποία είναι κυρίως αποφατικά: για να είναι ελληνική, η μουσική δεν πρέπει να έχει ξένες επιρροές. Κατά συνέπεια, η έννοια της καθαρότητας ταυτίζεται με αυτήν της αρχαιότητας και η αναζήτησή της προϋποθέτει την ιστορική έρευνα. Ο κύκλος των μουσικών που παρουσιάζονται ως συντηρητικοί υιοθετούν την σύγχρονη ευρωπαϊκή αντιμετώπιση του προβλήματος. Με τις ενέργειές τους η παραδοσιακή μουσική παύει να λειτουργεί ως τέχνη υπό εξέλιξη, και γίνεται αντικείμενο έρευνας και προστασίας». Για να ανταγωνιστεί η μονόφωνη εκκλησιαστική μουσική την εναρμονισμένη, που έλκει πολυπληθή εκκλησιάσματα στις πόλεις, χρειάζεται να γίνουν ενέργειες ώστε να υπάρξει συστηματική και ομοιόμορφη εκπαίδευση των ψαλτών. Στην Κωνσταντινούπολη το 1881 ο πατριάρχης Ιωακείμ Γ’ είχε συστήσει επιτροπή στην οποία ανέθεσε να απαλλάξει την εκκλησιαστική μουσική “παντός ξενισμού και πάσης αυθαιρεσίας”…..Μέρος των εργασιών τους ήταν ο καθαρισμός των διαστημάτων της εκκλησιαστικής μουσικής και η κατασκευή οργάνου που να τα αποδίδει, γιατί η κληρονομημένη διαστηματική ευαισθησία κινδύνευε να αλλοιωθεί από την εξάπλωση του πιάνου και του ίσου συγκερασμού, δεδομένης μάλιστα της αντικατάστασης της βιωματικής και πολύχρονης μάθησης από την ταχεία και ορθολογιστική που είχε επιφέρει η μεταρρύθμιση του Χρυσάνθου». Μέχρι σήμερα δεν έχει επικρατήσει πουθενά στην βυζαντινή η εναρμόνιση; Τι συνέπειες θα είχε η εναρμόνιση; Μήπως έχουν δίκιο οι Δυτικοί στο ότι η παραδοσιακή μουσική είναι απλά αντικείμενο έρευνας και προστασίας και δεν πρέπει να εξελίσσεται; Έχει χαθεί τίποτα στη βυζαντινή μουσική με την μεταρρύθμιση του Χρύσανθου;
10. (σελ. 128) « Τα διαστήματα… οι μαθηματικές σχέσεις τους αποδόθηκαν από τον μαθηματικό Ανδρέα Σπαθάρη, ο οποίος εξέφρασε τον θαυμασμό του για το γεγονός ότι όποτε μετακινούσε κρυφά τα σημάδια πάνω στη χορδή έστω και κατ’ ελάχιστα, για να δοκιμάσει την ευαισθησία των μουσικών, αυτοί το αντιλαμβάνονταν αμέσως». Πως το κατάφερναν; Είναι δυνατόν αυτό;
11. (σελ. 128) «Η διατήρηση στην αίσθηση, των διαστημάτων της ελληνικής μουσικής είναι ένα θέμα που διαπραγματεύονται σε μεγάλη έκταση οι μουσικοί της εποχής. Στις περιπτώσεις που συζητιέται από κοινού από ανθρώπους δυτικής και ανατολικής μουσικής παιδείας, γίνεται εμφανής η μεγάλη διάσταση στην σύλληψη του προβλήματος: για τους δεύτερους η πλούσια διαστηματική κλίμακα είναι βιωμένη μουσική ευαισθησία, την οποία καλούνται να εκφράσουν θεωρητικά. Για τους πρώτους είναι ανύπαρκτο πρόβλημα, γέννημα της φαντασίας των εκκλησιαστικών μουσικών, όπως “αποδεικνύει” η αδυναμία τους να καθορίσουν θεωρητικά τα διαστήματα». Ποιοι έχουν δίκιο;
12. (σελ. 128-129) «Ο Σταμάτης Σταματιάδης δημοσίευσε το 1902 σειρά άρθρων στην Εστία όπου υποστήριζε, ακριβώς, ότι οι ψάλτες της εποχής του ψέλνουν στην φυσική κλίμακα (η οποία, κατ’ αυτόν, χρησιμοποιείται στην φωνητική μουσική όλου του πολιτισμένου κόσμου και τα διαστήματά της διαφέρουν ανεπαίσθητα από αυτά του ίσου συγκερασμού) και όχι με τα διαστήματα που όρισε η Επιτροπή του 1881 και πως, συνεπώς, το δήθεν εμπόδιο για την εναρμόνιση της εκκλησιαστικής μουσικής δεν υφίσταται…. Ο Σταματιάδης …. επικαλέσθηκε το επιχείρημα ότι φταίνε οι πολυφωνιστές που υπάρχει αντίδραση στην πολυφωνία, η οποία είναι αδύνατο να μην εισαχθεί στην εκκλησιαστική μουσική γιατί “καλλιέργεια μουσικής σήμερον δεν δύναται να χωριστή από την εναρμόνισιν..”» Ποιος έχει δίκιο;
13. (σελ. 129) «Την λανθασμένη σύνδεση του προβλήματος του συγκερασμού με την δυνατότητα εναρμόνισης της εκκλησιαστική μουσικής την κάνουν και όσοι είναι υπέρ και όσοι είναι κατά της εναρμόνισης. Αγνοούν ότι η πολυφωνία καλλιεργήθηκε στη Δύση επί πέντε ολόκληρους αιώνες, και η αρμονία επί τουλάχιστον δύο (στη διάρκεια των οποίων υιοθετήθηκαν πολλοί άλλοι συγκερασμοί) πριν την υιοθέτηση του ίσου συγκερασμού» Δεν το καταλαβαίνω.
14. (σ. 129-130) Την μέγιστη διάσταση μεταξύ των Ελλήνων μουσικών δυτικής και ανατολικής παιδείας καθρεφτίζουν τα πρακτικά και άλλες περιγραφές της συνεδρίασης μελών του Εκκλησιαστικού Μουσικού Συλλόγου Κωνσταντινούπολης και του διευθυντή του Ωδείου Αθηνών Γεωργίου Νάζου, που έγινε στις 25 Ιουλίου 1903, με εντολή του Ιωακείμ Γ’ και μετά από αίτημα του μητροπολίτη Αθηνών Θεόκλητου, με σκοπό να διαμορφώσει ο Νάζος γνώμη περί της βυζαντινής μουσικής “ίνα κατόπιν σκεφθή κατά πόσον είναι δυνατός ο σχηματισμός ιδίου τμήματος διδασκαλίας εν τω Ωδείω Αθηνών” (Ταχυδρόμος Κωνσταντινούπολης, 25 Ιουλίου 1903). Οι περιγραφές δείχνουν πως ο Νάζος είχε την ακλόνητη πεποίθηση πως οι γνώσεις όσων ζητούσε τις πληροφορίες ήταν ασφαλώς κατώτερες από τις δικές του. Σε ενημερωτική επιστολή προς τον πατριάρχη, τα μέλη του συλλόγου λένε ρητά πως δεν χρειάζονταν να ταξιδέψει ο Νάζος στην Κωνσταντινούπολη για να λύσει τις απορίες του, πως ο σύλλογος προσπάθησε “όσον ήν εφικτόν, ίνα διαφωτίση αυτόν, το πρώτον ήδη, κατά την ιδίαν ομολογίαν, ερχόμενον εις συνάφειαν με το θέμα τούτο της βυζαντινής μουσικής προς ήν τυγχάνει όλως ξένος” και πως ο Νάζος δεν ενδιαφέρθηκε για τις εργασίες του Συλλόγου “Εφ ώ και κρίνας περιττόν ίνα επιμείνει εις μακροτέρα σύσκεψιν, απήλθε”. Το συμπέρασμα του Νάζου όπως το εκθέτει στον αθηναϊκό τύπο στην επιστροφή του, είναι ότι η εκκλησιαστική μουσική δεν έχει επαρκώς επιστημονικές βάσεις ώστε να συμπεριληφθεί στα τμήματα του ωδείου. Τελικά την οργάνωση και επιχορήγηση του τμήματος βυζαντινής μουσικής του Ωδείου Αθηνών ανέλαβε ο μητροπολίτης Θεόκλητος, και το Ωδείο Αθηνών παρείχε μόνον στέγη» Έτσι έχει το θέμα; Κάπως έτσι κάνει και σήμερα η Εκκλησία της Ελλάδος; Άλλος πληρώνει και άλλος παρέχει στέγη;
15. (σ. 130) «Τον Σεπτέμβριο του 1904 ήρθε από την Κωνσταντινούπολη ο Κωνσταντίνος Ψάχος, ως διευθυντής του τμήματος. Όρισε το πρόγραμμα και την διδακτέα ύλη που αποτελείται από “κλασσικά μόνο μουσικά κείμενα και όλες οι νεώτερες συνθέσεις έχουν αποκλειστεί”, και οργάνωσε τακτικές εκδηλώσεις με τους σπουδαστές του τμήματος, εκκλησιαστικής μουσικής αλλά και δημοτικής στις οποίες συμμετείχαν καθηγητές οργάνων του Ωδείου». Οι ψάλτες σήμερα εκφράζονται εναντίον του Ψάχου επειδή επέβαλε στο πρόγραμμα της βυζαντινής μουσικής στα Ωδεία να μην μπορεί να πάρει κανείς δίπλωμα βυζαντινής μουσικής αν δεν έχει περάσει τις τρείς πρώτες τάξεις του προγράμματος της δυτικής μουσικής δηλαδή Θεωρία Α’, Θεωρία Β’ και Θεωρία Γ’ καθώς και Σολφέζ Α’, Σολφέζ Β’ και Σολφέζ Γ’ (άρθρο 268 του Βασιλικού Διατάγματος της 11ης Νοεμβρίου 1957 ΦΕΚ 229 τ. Α’);
Σας παραθέτω παρακάτω απορίες μου σχετικά με την κριτική της μεταρρύθμισης του Χρύσανθου στην βυζαντινή σημειογραφία της βυζαντινής μουσικής αλλά και της βυζαντινής γενικότερα, τόσο από τους δυτικούς όσο και από διαφωνούντες βυζαντινολόγους, που βρήκα στο βιβλίο της Καίτης Ρωμανού «Έντεχνη Ελληνική Μουσική στους Νεότερους Χρόνους» και θα σας ήμουν ευγνώμων, αν μπορούσατε να μου δώσετε μερικές εξηγήσεις, ο καθένας σας στο σημείο που κατέχει:
1. (σελ. 35) Από τον Χρύσανθο …. αναγωγή σε πέντε ή έξι κανόνες των αμέτρητων περιπτώσεων συνθέσεων των εν χρήσει νευμάτων. Τι σημαίνει; Ποιοι είναι οι 5 ή 6 κανόνες;
2. (σελ. 36) Το Αναστασιματάριον που έθεσαν σε κυκλοφορία το 1820 ο Πέτρος Εφέσιος και ο Σεραφείμ Χριστοδούλου, προηγήθηκε χρονικά της συγγραφής από τον Χρύσανθο του βιβλίου «Εισαγωγή εις το Θεωρητικόν και Πρακτικόν της Εκκλησιαστικής Μουσικής»;
3. (σελ. 35-36) «Είναι όμως γνωστό ότι τα πρώτα αντίτυπα της «Εισαγωγής» του Χρύσανθου που, λογοκρίθημένα, αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία, περιελάμβαναν έναν πρόλογο υπογεγραμμένο από τον Θάμυρη». Τι γινόταν εκεί; Λογοκρισία;
4. (σελ. 43) «Δεδομένης της ασάφειας που υπάρχει στα όρια μεταξύ δυτικής επιρροής και δυτικής εκκλησιαστικής προπαγάνδας και στην καχυποψία που γεννά κάθε πληροφορία σχετική, και κάθε ερμηνεία της (από ιστορικούς), τα σκοτεινότερα σημεία στο θέμα της επιρροής του δυτικού διαφωτισμού στην ελληνική εκκλησία, και ειδικότερα στη ζωή και το έργο του Χρύσανθου, σχετίζονται με την πολιτική των εκάστοτε πατριαρχών της Κωνσταντινούπολης στη συγκεκριμένη εποχή, με τους ξένους που την επηρέασαν, με τις παρατάξεις που συγκροτήθηκαν και με τους εκπροσώπους των». Δηλαδή τι έγινε;
5. (σελ. 119-120) «… ο Μπουργκώ-Ντυκουντραί θέτει ζητήματα που θα αποτελέσουν κρίσιμα θέματα της μελέτης της ελληνικής μουσικής: τη σχέση της τροπικής δομής των ελληνικών μελωδιών με τους αρχαίους τρόπους και τους βυζαντινούς ήχους, επομένως την κοινότητα της αρχαίας ελληνικής, της βυζαντινής και της δημοτικής μουσικής. Αναγνωρίζει πως οι τρόποι όπως έχουν διατηρηθεί στο εκκλησιαστικό μέλος της δυτικής μουσικής, στερημένοι σήμερα του ρυθμού τους και του πρωτόγονού τους χαρακτήρα, μοιάζουν με μούμιες, αν τους συγκρίνουμε με τις ζωντανές μελωδίες της Ανατολής, και πως η δυτική μουσική μπορεί να ευνοηθεί από τη γνωριμία με την εύπλαστη και ρυθμικά ευαίσθητη ανατολίτικη μουσική, όπως και η ανατολίτικη από την υιοθέτηση της δυτικής αρμονίας (στη συλλογή του όλες οι μελωδίες είναι εναρμονισμένες).» Έτσι είναι;
6. (σελ. 122) «Γνωστό στους δυτικούς μουσικολόγους έγινε το έργο του Ιωάννη Τζέτζη Uber die altgriechische Music in de griechischen Kirche (Μόναχο 1874). Ο Τζέτζης, όταν επέστρεψε στην Αθήνα δημοσίευσε το δοκίμιο “Περί της κατά το Μεσαίωνα μουσικής της Ελληνικής Εκκλησίας” (Αθήνα 1882), όπου, επηρεασμένος από κριτικές Δυτικών, ανασκεύαζε απόψεις του γερμανικού συγγράματος και υποστήριζε πως η σύγχρονη εκκλησιαστική μουσική είναι τούρκικος “αμανές”, ευτελής, και ακατάλληλη για την λατρεία. Επανέλεβε επίσης την συχνά διατυπωμένη στη Δύση άποψη ότι οι ήχοι του εναρμόνιου και του χρωματικού γένους είναι ανατολίτικης επιρροής, και μόνο οι ήχοι του διατονικού γένους είναι βυζαντινοί, υποστηρίζοντας έτσι την άποψη πως μόνο η δυτική μουσική – και όχι η νεοελληνική – κληρονόμησε την αρχαία ελληνική και τη βυζαντινή μουσική». Έτσι είναι;
7. (σελ. 122) «Από τους διαπρεπείς δυτικούς μουσικολόγους που έρχονται σε επαφή με μέλη του Εκκλησιαστικού Μουσικού Συλλόγου Κωνσταντινούπολης, ο Γάλλος J. B. Thibaut εξελέγη επίτιμο μέλος το 1899 και δώρισε στο σύλλογο όλες του τις δημοσιεύσεις. Γνωρίζοντας το έργο του Τιμπώ, οι Έλληνες μουσικοί, έκπληκτοι, έρχονται αντιμέτωποι με την αντίληψη πως όλη η παράδοση των εξηγήσεων διαγράφεται ως …. αντιεπιστημονική από τους Δυτικούς. Κατά τους Έλληνες μουσικούς, τα σημάδια των χειρογράφων πριν από τον 17ο αιώνα, που ονομάζονταν μεγάλες αποστάσεις, σήμαιναν μελωδικές φόρμουλες, οι οποίες τα επόμενα χρόνια αναλύθηκαν (“εξηγήθηκαν”) με διαστηματικά σημάδια, έως την τελική ανάλυσή τους από τον Χρύσανθο που κατάργησε τα περιττά πλέον σημάδια. Κατά τον Τιμπώ και άλλους Δυτικούς, οι εξηγήσεις και η Μεταρρύθμιση του Χρύσανθου συσκότισαν και παρεμπόδισαν την μελέτη των Βυζαντινών μουσικών χειρογράφων». Αυτό συνέβη πράγματι;
8. (σ. 123) «Η συνεργασία Ελλήνων και Δυτικών θα διακοπεί με τους διαδοχικούς πολέμους που αρχίζουν από το 1912. Ούτως ή άλλως, η συνεννόηση είναι δύσκολη μεταξύ όσων βιώνουν μια παράδοση και εκείνων που έξω από την παρατηρούν, και οι προκαταλήψεις, βαθιά θεμελιωμένες και από τις δύο πλευρές, Οι δυτικοί μουσικολόγοι “ανακαλύπτουν” αυτονόητα για τους μετόχους της παραδόσεως, και οι Έλληνες αγνοούν αυτονόητες προϋποθέσεις της δυτικής μεθοδολογίας. Πυρήνας των διαφωνιών και παρεξηγήσεων είναι η αξιολόγηση της μουσικής στη διάρκεια των αιώνων, και η ορολογία των χρονικών περιόδων. Οι Δυτικοί θεωρούν τους μεταβυζαντινούς χρόνους, παρακμιακούς, ενώ οι Έλληνες αποκαλούν “αρχαία γραφή” αυτήν όλων των χειρογράφων προ της Μεταρρύθμισης. Οι Έλληνες εμπιστεύονται τις πρόσφατες ελληνικές πηγές, ενώ οι Δυτικοί, μόνο τις μεσαιωνικές ελληνικές και τις πρόσφατες δυτικές μελέτες….» Έτσι είναι;
9. (σελ. 127-128) «Για τα θέματα της εκκλησιαστικής μουσικής, ο Ψάχος ασκεί διμέτωπο αγώνα, μέσω του περιοδικού Φόρμιγξ και εναντίον όσων υποστηρίζουν πως η ελληνική μουσική πρέπει να εξελιχθεί εναρμονιζόμενη και εναντίον όσων με προσωπικές επεμβάσεις αλλοιώνουν το μονοφωνικό μέλος, Μεταφέρει τον εκδηλωμένο ήδη στους μουσικού του πατριαρχείου προβληματισμό για την προστασία της καθαρής εθνικής μουσικής. Η “καθαρότητα” – η οποία νοείται ως ταυτόσημη με την “ελληνικότητα” – αναζητείται με κριτήρια τα οποία είναι κυρίως αποφατικά: για να είναι ελληνική, η μουσική δεν πρέπει να έχει ξένες επιρροές. Κατά συνέπεια, η έννοια της καθαρότητας ταυτίζεται με αυτήν της αρχαιότητας και η αναζήτησή της προϋποθέτει την ιστορική έρευνα. Ο κύκλος των μουσικών που παρουσιάζονται ως συντηρητικοί υιοθετούν την σύγχρονη ευρωπαϊκή αντιμετώπιση του προβλήματος. Με τις ενέργειές τους η παραδοσιακή μουσική παύει να λειτουργεί ως τέχνη υπό εξέλιξη, και γίνεται αντικείμενο έρευνας και προστασίας». Για να ανταγωνιστεί η μονόφωνη εκκλησιαστική μουσική την εναρμονισμένη, που έλκει πολυπληθή εκκλησιάσματα στις πόλεις, χρειάζεται να γίνουν ενέργειες ώστε να υπάρξει συστηματική και ομοιόμορφη εκπαίδευση των ψαλτών. Στην Κωνσταντινούπολη το 1881 ο πατριάρχης Ιωακείμ Γ’ είχε συστήσει επιτροπή στην οποία ανέθεσε να απαλλάξει την εκκλησιαστική μουσική “παντός ξενισμού και πάσης αυθαιρεσίας”…..Μέρος των εργασιών τους ήταν ο καθαρισμός των διαστημάτων της εκκλησιαστικής μουσικής και η κατασκευή οργάνου που να τα αποδίδει, γιατί η κληρονομημένη διαστηματική ευαισθησία κινδύνευε να αλλοιωθεί από την εξάπλωση του πιάνου και του ίσου συγκερασμού, δεδομένης μάλιστα της αντικατάστασης της βιωματικής και πολύχρονης μάθησης από την ταχεία και ορθολογιστική που είχε επιφέρει η μεταρρύθμιση του Χρυσάνθου». Μέχρι σήμερα δεν έχει επικρατήσει πουθενά στην βυζαντινή η εναρμόνιση; Τι συνέπειες θα είχε η εναρμόνιση; Μήπως έχουν δίκιο οι Δυτικοί στο ότι η παραδοσιακή μουσική είναι απλά αντικείμενο έρευνας και προστασίας και δεν πρέπει να εξελίσσεται; Έχει χαθεί τίποτα στη βυζαντινή μουσική με την μεταρρύθμιση του Χρύσανθου;
10. (σελ. 128) « Τα διαστήματα… οι μαθηματικές σχέσεις τους αποδόθηκαν από τον μαθηματικό Ανδρέα Σπαθάρη, ο οποίος εξέφρασε τον θαυμασμό του για το γεγονός ότι όποτε μετακινούσε κρυφά τα σημάδια πάνω στη χορδή έστω και κατ’ ελάχιστα, για να δοκιμάσει την ευαισθησία των μουσικών, αυτοί το αντιλαμβάνονταν αμέσως». Πως το κατάφερναν; Είναι δυνατόν αυτό;
11. (σελ. 128) «Η διατήρηση στην αίσθηση, των διαστημάτων της ελληνικής μουσικής είναι ένα θέμα που διαπραγματεύονται σε μεγάλη έκταση οι μουσικοί της εποχής. Στις περιπτώσεις που συζητιέται από κοινού από ανθρώπους δυτικής και ανατολικής μουσικής παιδείας, γίνεται εμφανής η μεγάλη διάσταση στην σύλληψη του προβλήματος: για τους δεύτερους η πλούσια διαστηματική κλίμακα είναι βιωμένη μουσική ευαισθησία, την οποία καλούνται να εκφράσουν θεωρητικά. Για τους πρώτους είναι ανύπαρκτο πρόβλημα, γέννημα της φαντασίας των εκκλησιαστικών μουσικών, όπως “αποδεικνύει” η αδυναμία τους να καθορίσουν θεωρητικά τα διαστήματα». Ποιοι έχουν δίκιο;
12. (σελ. 128-129) «Ο Σταμάτης Σταματιάδης δημοσίευσε το 1902 σειρά άρθρων στην Εστία όπου υποστήριζε, ακριβώς, ότι οι ψάλτες της εποχής του ψέλνουν στην φυσική κλίμακα (η οποία, κατ’ αυτόν, χρησιμοποιείται στην φωνητική μουσική όλου του πολιτισμένου κόσμου και τα διαστήματά της διαφέρουν ανεπαίσθητα από αυτά του ίσου συγκερασμού) και όχι με τα διαστήματα που όρισε η Επιτροπή του 1881 και πως, συνεπώς, το δήθεν εμπόδιο για την εναρμόνιση της εκκλησιαστικής μουσικής δεν υφίσταται…. Ο Σταματιάδης …. επικαλέσθηκε το επιχείρημα ότι φταίνε οι πολυφωνιστές που υπάρχει αντίδραση στην πολυφωνία, η οποία είναι αδύνατο να μην εισαχθεί στην εκκλησιαστική μουσική γιατί “καλλιέργεια μουσικής σήμερον δεν δύναται να χωριστή από την εναρμόνισιν..”» Ποιος έχει δίκιο;
13. (σελ. 129) «Την λανθασμένη σύνδεση του προβλήματος του συγκερασμού με την δυνατότητα εναρμόνισης της εκκλησιαστική μουσικής την κάνουν και όσοι είναι υπέρ και όσοι είναι κατά της εναρμόνισης. Αγνοούν ότι η πολυφωνία καλλιεργήθηκε στη Δύση επί πέντε ολόκληρους αιώνες, και η αρμονία επί τουλάχιστον δύο (στη διάρκεια των οποίων υιοθετήθηκαν πολλοί άλλοι συγκερασμοί) πριν την υιοθέτηση του ίσου συγκερασμού» Δεν το καταλαβαίνω.
14. (σ. 129-130) Την μέγιστη διάσταση μεταξύ των Ελλήνων μουσικών δυτικής και ανατολικής παιδείας καθρεφτίζουν τα πρακτικά και άλλες περιγραφές της συνεδρίασης μελών του Εκκλησιαστικού Μουσικού Συλλόγου Κωνσταντινούπολης και του διευθυντή του Ωδείου Αθηνών Γεωργίου Νάζου, που έγινε στις 25 Ιουλίου 1903, με εντολή του Ιωακείμ Γ’ και μετά από αίτημα του μητροπολίτη Αθηνών Θεόκλητου, με σκοπό να διαμορφώσει ο Νάζος γνώμη περί της βυζαντινής μουσικής “ίνα κατόπιν σκεφθή κατά πόσον είναι δυνατός ο σχηματισμός ιδίου τμήματος διδασκαλίας εν τω Ωδείω Αθηνών” (Ταχυδρόμος Κωνσταντινούπολης, 25 Ιουλίου 1903). Οι περιγραφές δείχνουν πως ο Νάζος είχε την ακλόνητη πεποίθηση πως οι γνώσεις όσων ζητούσε τις πληροφορίες ήταν ασφαλώς κατώτερες από τις δικές του. Σε ενημερωτική επιστολή προς τον πατριάρχη, τα μέλη του συλλόγου λένε ρητά πως δεν χρειάζονταν να ταξιδέψει ο Νάζος στην Κωνσταντινούπολη για να λύσει τις απορίες του, πως ο σύλλογος προσπάθησε “όσον ήν εφικτόν, ίνα διαφωτίση αυτόν, το πρώτον ήδη, κατά την ιδίαν ομολογίαν, ερχόμενον εις συνάφειαν με το θέμα τούτο της βυζαντινής μουσικής προς ήν τυγχάνει όλως ξένος” και πως ο Νάζος δεν ενδιαφέρθηκε για τις εργασίες του Συλλόγου “Εφ ώ και κρίνας περιττόν ίνα επιμείνει εις μακροτέρα σύσκεψιν, απήλθε”. Το συμπέρασμα του Νάζου όπως το εκθέτει στον αθηναϊκό τύπο στην επιστροφή του, είναι ότι η εκκλησιαστική μουσική δεν έχει επαρκώς επιστημονικές βάσεις ώστε να συμπεριληφθεί στα τμήματα του ωδείου. Τελικά την οργάνωση και επιχορήγηση του τμήματος βυζαντινής μουσικής του Ωδείου Αθηνών ανέλαβε ο μητροπολίτης Θεόκλητος, και το Ωδείο Αθηνών παρείχε μόνον στέγη» Έτσι έχει το θέμα; Κάπως έτσι κάνει και σήμερα η Εκκλησία της Ελλάδος; Άλλος πληρώνει και άλλος παρέχει στέγη;
15. (σ. 130) «Τον Σεπτέμβριο του 1904 ήρθε από την Κωνσταντινούπολη ο Κωνσταντίνος Ψάχος, ως διευθυντής του τμήματος. Όρισε το πρόγραμμα και την διδακτέα ύλη που αποτελείται από “κλασσικά μόνο μουσικά κείμενα και όλες οι νεώτερες συνθέσεις έχουν αποκλειστεί”, και οργάνωσε τακτικές εκδηλώσεις με τους σπουδαστές του τμήματος, εκκλησιαστικής μουσικής αλλά και δημοτικής στις οποίες συμμετείχαν καθηγητές οργάνων του Ωδείου». Οι ψάλτες σήμερα εκφράζονται εναντίον του Ψάχου επειδή επέβαλε στο πρόγραμμα της βυζαντινής μουσικής στα Ωδεία να μην μπορεί να πάρει κανείς δίπλωμα βυζαντινής μουσικής αν δεν έχει περάσει τις τρείς πρώτες τάξεις του προγράμματος της δυτικής μουσικής δηλαδή Θεωρία Α’, Θεωρία Β’ και Θεωρία Γ’ καθώς και Σολφέζ Α’, Σολφέζ Β’ και Σολφέζ Γ’ (άρθρο 268 του Βασιλικού Διατάγματος της 11ης Νοεμβρίου 1957 ΦΕΚ 229 τ. Α’);